- χλαίνω
- χλαινόωcover with a cloakpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)χλαινόωcover with a cloakimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλαινώ — όω, Α [χλαῑνα] χλαινίζω* … Dictionary of Greek
διαχλαινώ — διαχλαινῶ ( όω) (επιτατ. τού χλαινώ*) (Α) περιβάλλω κάποιον με χλαίνη … Dictionary of Greek
καταχλαινώ — καταχλαινῶ, όω (Α) περιβάλλω με χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χλαινῶ «περιβάλλω με χλαίνη, ντύνω» (< χλαῖνα)] … Dictionary of Greek
χλαίνωμα — ώματος, τὸ, Α [χλαινῶ] ένδυμα, περίβλημα … Dictionary of Greek